-
1 αλληλογραφία
[аллилографиа] ουσ. Θ. переписка, корреспонденция,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλληλογραφία
-
2 переписка
-и θ.1. ξαναγράψιμο μεταγραφή• αντιγραφή. || δακτυλογράφηση•переписка на машинке δακτυλογραφώ.
2. αλληλογραφία•состоять в -е с кем-н. έχω αλληλογραφία με κάποιον.
3. η αλληλογραφία (οι επιστολές). -
3 заочный
заочный: \заочныйое обучение η διδασκαλία (или εκπαίδευση) με αλληλογραφία* * *зао́чное обуче́ние — η διδασκαλία ( или εκπαίδευση) με αλληλογραφία
-
4 корреспонденция
корреспонденция ж η ανταπόκριση· η αλληλογραφία (переписка)* * *жη ανταπόκριση; η αλληλογραφία ( переписка) -
5 переписка
переписка ж 1) (набело) η αντιγραφή 2) (корреспонденция) η αλληλογραφία* * *ж1) ( набело) η αντιγραφή2) ( корреспонденция) η αλληλογραφία -
6 вести
вести́несов1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:\вести за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:\вести войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·3. (управлять \вести машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:\вести автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:\вести дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· \вести заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· \вести домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:\вести войну́ διεξάγω πόλεμο· \вести борьбу́ κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· \вести переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· \вести правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· \вести протокол κρατώ τά πρακτικά· \вести переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ[ν]ω:дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ[ν]ω, ἔχω συνέπεια:это ни к чему́ не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ \вести начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· \вести себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· \вести наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση. -
7 переписка
перепи́с||каж I. (действие) ἡ ἀντιγραφή, ἡ δακτυλογράφηση [-ις]·2. (корреспонденция) ἡ ἀλληλογραφία:быть с кем-либо в \перепискаке ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία. -
8 корреспонденция
-и θ.1. ανταπόκριση•из Москвы ανταπόκριση από τη Μόσχα.
2. αλληλογραφία, οι επιστολές•корреспонденция отправляется два раза в день η αλληλογραφία αποστέλλεται δυο φορές τη μέρα..
-
9 корреспонденция
1. (статья, присланная корреспондентом) το άρθρο, το κείμενο, το σχόλιο, η ανταπόκριση 2 (совокупность почтовых отправлений, почтовая переписка) η αλληλογραφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > корреспонденция
-
10 переписка
1. (списывание) η αντιγραφή 2. (обмен письмами) η αλληλογραφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переписка
-
11 почта
1. (учреждение связи) το ταχυδρομείο*отправлять - ой ταχυδρομώ, στέλνω με το -2. (корреспонденция) η αλληλογραφία, οι επιστολέςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > почта
-
12 переписывать
-
13 переписываться
έχω αλληλογραφία, αλληλογραφώ -
14 ведомственный
ведомственныйприл ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, διοικητικός:\ведомственный дом οίκημα πού ἀνήκει σέ κάποια ὑπηρεσία· \ведомственныйвенная переписка ἡ ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία. -
15 деловой
делов||ойприл1. ὑπηρεσιακός, τῶν ὑποθέσεων/ ἐμπορικός (торговый):\деловойые отношения οἱ ὑπηρεσιακές σχέσεις, οἱ ἐμπορικές σχέσεις· \деловойая корреспонденция ἡ ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία· \деловой разговор ἡ σοβαρή συζήτηση, ἡ συζήτηση γιά ὑπόθεση·2. (дельный) πρακτικός, θετικός, τής δουλείας:\деловой подход ἡ πρακτική ἀντιμετώπιση. -
16 завязывать
завязыватьнесов1. δένω, συνδέω:\завязывать галстук δένω τήν γραβάτα·2. (устанавливать, начинать) πιάνω, ἀρχίζω, συνάπτω:\завязывать разговор πιάνω κουβέντα· \завязывать знакомство πιάνω γνωριμία· \завязывать торговые отношения συνάπτω ἐμπορικές σχέσεις· \завязывать переписку ἀρχίζω ἀλληλογραφία· \завязывать ссору πιάνω (или ἀρχίζω) καυγᾶ· \завязывать дру́ж-бу πιάνω φιλία. -
17 заочник
зао́ч||никм ὁ σπουδαστής μέ ἀλληλογραφία. -
18 заочный
зао́ч||ныйприл:\заочныйное знакомство γνωριμία ἐξ ἀποστάσεως· \заочныйный приговор юр. ἡ καταδίκη ἐρήμην \заочныйное обучение ἡ ἐκπαίδευση μέ ἀλληλογραφία. -
19 корреспондентеиция
корреспондент||еицияж1. (газетная) ἡ ἀν-ταπόκριση [-ις]·2. (переписка) ἡ ἀλληλογραφία, τά γράμματα. -
20 поддержать
поддержатьсов, поддерживать несов1. (под руку и т. п.) ὑποβαστάζω, κρατώ, στηρίζω·2. перен (помогать) ὑποστηρίζω, βοηθώ:\поддержать морально ὑποστηρίζω ήθικά, ἐνθαρρύνω·3. перен (мнение, предложение, кандидатуру и т. п.) ὑποστηρίζω·4. (не давать прекратиться, сохранять) διατηρώ / τηρῶ (порядок, дисциплину и т. п.):\поддержать дружественные отношения διατηρώ φιλικές σχέσεις· \поддержать переписку ἔχω ἀλληλογραφία· \поддержать надежду ὑποθάλπω τήν ἐλπίδα· \поддержать разговор τροφοδοτώ τή συζήτηση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀλληλογραφία — ἀλληλογραφίᾱ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem nom/voc/acc dual ἀλληλογραφίᾱ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλογραφία η — αλληλογραφία, η η ανταλλαγή επιστολών, σημειωμάτων ή εγγράφων: Για κάμποσα χρόνια είχαμε πυκνή αλληλογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλληλογραφίᾳ — ἀλληλογραφίᾱͅ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική αλληλογραφία — Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο … Dictionary of Greek
ἀλληλογραφίας — ἀλληλογραφίᾱς , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem acc pl ἀλληλογραφίᾱς , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλογραφίαι — ἀλληλογραφίᾱͅ , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλογραφίαν — ἀλληλογραφίᾱν , ἀλληλογραφία writing of amoebaean poems fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… … Dictionary of Greek
Nicolas Calas — Nombre completo Nicolas Calas (Nikos Kalamaris) Νικόλαος Κάλας (Νίκος Καλαμάρης) Nacimiento 1931 Lausana, Suiza Defunción 1988 Nueva York … Wikipedia Español
Nicolas Calas — (Nikos Kalamaris) Νικόλαος Κάλας (Νίκος Καλαμάρης) Born 1931 Lausanne, Switzerland Died 1988 New York Pen name Also: Nikitas Randos (Νικήτας Ράντος), M. Spieros (Μ. Σπιέρος) Occupation … Wikipedia